- ἀφραδίη
- ἀ - φραδίη (φράζομαι): ignorance, folly; dat. sing., Il. 2.368, elsewhere only dat. plural.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀφραδίῃ — ἀφραδία folly fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφραδίηι — ἀφραδίῃ , ἀφραδία folly fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότητα — η (AM κακότης) [κακός] 1. κακός χαρακτήρας, κακία, έχθρα, μοχθηρία, πονηρία («τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», Ομ. Ιλ.) 2. κακή πρόθεση («οὐδεμιῇ κακότητι λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης», Ηρόδ.) μσν. αρχ. κακή κατάσταση, αθλιότητα («εὐναὶ δὲ παράτροποι… … Dictionary of Greek